- αγούμαστος
- ο виноград (один из сортов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγούμαστος — ο 1. είδος σταφυλιού με μεγάλες και μακρουλές ρώγες 2. το κλήμα που παράγει τέτοια σταφύλια 3. διάφορα είδη εκλεκτών σταφυλιών (λευκά, μαύρα, κόκκινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βούμαστος < βοῦς + μαστός η μεταβολή τού βου σε γου πιθ. από… … Dictionary of Greek